- υπόχυμα
- το / ὑπόχυμα, -ύματος, ΝΑ [ὑποχέω]ιατρ. η οφθαλμική πάθηση καταρράκτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόχυμα — cataract neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχυμάτων — ὑπόχυμα cataract neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύμασι — ὑπόχυμα cataract neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύματα — ὑπόχυμα cataract neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποχύματος — ὑπόχυμα cataract neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] … Dictionary of Greek
υπόχυση — η / ὑπόχυσις, ύσεως, ΝΜΑ [ὑποχέω] ιατρ. ὑπόχυμα* … Dictionary of Greek